ὁμολογία — ὁμολογίᾱ , ὁμολογία agreement fem nom/voc/acc dual ὁμολογίᾱ , ὁμολογία agreement fem nom/voc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ομολογία — I Συμφωνία, ομοφωνία. Ο. πίστης ονομάζεται η επίσημη έκθεση των δογμάτων μιας Εκκλησίας ή και η αποδοχή ενός θρησκευτικού δόγματος. (Νομ.) Ο όρος ο. σημαίνει γενικά την αναγνώριση ή την αποδοχή κατηγορίας πταίσματος από το πρόσωπο που διέπραξε το … Dictionary of Greek
ὁμολογίᾳ — ὁμολογίαι , ὁμολογία agreement fem nom/voc pl ὁμολογίᾱͅ , ὁμολογία agreement fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αδιαίρετη ομολογία — Βλ. λ. ομολογία … Dictionary of Greek
Αυγουστιαία Ομολογία — (Confessio Augustana). Ομολογία της Λουθηρανικής Εκκλησίας, που συντάχτηκε με εντολή του αυτοκράτορα Κάρολου Ε’, στο συνέδριο της 8ης Απριλίου 1530 στην πόλη Αυγούστα. Συντάκτης της ήταν ο Μελάγχθων και άλλοι θεολόγοι, σε συνεννόηση με τον… … Dictionary of Greek
ὁμολογίας — ὁμολογίᾱς , ὁμολογία agreement fem acc pl ὁμολογίᾱς , ὁμολογία agreement fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὁμολογίαι — ὁμολογία agreement fem nom/voc pl ὁμολογίᾱͅ , ὁμολογία agreement fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὁμολογίαν — ὁμολογίᾱν , ὁμολογία agreement fem acc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὁμολογιᾶν — ὁμολογία agreement fem gen pl (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὁμολογιῶν — ὁμολογία agreement fem gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)